- σκηνάσθαι
- σκηνᾶσθαισκηνάωbanqueters: pres inf mp
Morphologia Graeca. 2013.
Morphologia Graeca. 2013.
σκηνᾶσθαι — σκηνάω banqueters pres inf mp … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σκηνώ — (I) άω, Α [σκηνή] (δ. τ. τού σκηνῶ, έω) 1. (αποθ.) κατοικώ, διαμένω («σκηνᾱσθαι παρὰ τὸν ποταμὸν», Πλάτ.) 2. μέσ. σκηνῶμαι, άομαι α) καταφεύγω, προσφεύγω («τὰ... ἔρα ἐν οἷς ἐσκηνῆντο», Θουκ.) β) (σχετικά με κτίσμα) κτίζω, οικοδομώ γ) μένω σε… … Dictionary of Greek